Έλληνες Φορολογούμενοι: Ποιό είναι το βασικό φορολογικό πρόβλημα της Ελλάδας; (κείμενα εκδήλωσης) Ποιό είναι το βασικό φορολογικό πρόβλημα της Ελλάδας; (κείμενα εκδήλωσης) ================================================================================ forologoumenos on 29 Δεκεμβρίου 2012 Το παρακάτω κείμενο παρουσιάστηκε σε εκδήλωση του Συλλόγου “Έλληνες Φορολογούμενοι”, που έγινε, στα πλαίσια της έκθεσης Money Show 2012, το Σάββατο 22 Δεκεμβρίου 2012. Για τη συγγραφή και την παρουσίαση του κειμένου συνεργάστηκαν οι κ.κ. Γιάννης Σιάτρας, Τάκης Λάτας και Γιώργος Τζάιδας, μέλη του Δ.Σ. του Συλλόγου. Τα θέματα φορολογίας είναι σύνθετα. Και συχνά, δύσκολα να κατανοηθούν από τον απλό κόσμο. Στην παρουσίασή μας, εξετάζουμε το ζήτημα της φορολογίας από μακροοικονομική σκοπιά. Δηλαδή, πώς και πόσο εμπλέκονται και πώς μετριούνται οι φόροι στο σύνολο του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος, αλλά και πώς μετριέται η κάθε κατηγορία φόρου, στο σύνολο των εσόδων από τη φορολογία. Για να δούμε τις τυχόν ανισορροπίες της φορολογίας στην Ελλάδα, συγκρίνουμε τα ελληνικά στοιχεία με αυτά των άλλων χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (των 27). Προσπαθούμε να κάνουμε την παρουσίαση όσο πιο απλή γίνεται. Έτσι ώστε να καταλάβουμε όλοι, με λίγα λόγια, τί δε δουλεύει καλά στον τομέα της φορολογίας στην Ελλάδα, πώς αυτά τα προβλήματα συνέβαλαν στο να έρθει η χώρα στο σημερινό της σημείο και τί θα πρέπει να γίνει στο μέλλον. Η γλώσσα που χρησιμοποιούμε είναι απλή και -πιστεύουμε- εύκολα αντιληπτή. Ένα μεγάλο τμήμα της μελέτης, αλλά και τα περισσότερα από τα στατιστικά στοιχεία που χρησιμοποιούμε, έχουν βασιστεί σε στοιχεία της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Υπηρεσίας (Eurostat). Ποιό είναι το βασικό φορολογικό πρόβλημα της Ελλάδας; Το βασικό φορολογικό πρόβλημα της Ελλάδας, είναι τα χαμηλά φορολογικά έσοδα! Και τα φορολογικά έσοδα είναι χαμηλά, για μία σειρά από λόγους: α) λόγω της κακής διάρθρωσης μεταξύ άμεσων και έμμεσων φόρων, β) λόγω της χαμηλής φορολογικής βάσης (πόσοι πληρώνουν φόρο), γ) λόγω της πολύ μεγάλης φοροδιαφυγής και δ) λόγω της κακής λειτουργίας των φοροεισπρακτικών μηχανισμών. Βεβαίως, κάτι θεωρείται χαμηλό, όταν συγκρίνεται με κάτι άλλο. Μία σύγκριση που θα μπορούσε να γίνει, έχει να κάνει με τα φορολογικά έσοδα κατά το παρελθόν. Δείτε το διάγραμμα με την εξέλιξη των φορολογικών εσόδων, σαν ποσοστό του ΑΕΠ (στα δημόσια οικονομικά, όταν θέλουμε να μετρήσουμε κάτι, συνήθως το μετράμε σαν ποσοστό του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος), στα τελευταία 50 χρόνια. (Δείτε τα αριθμητικά στοιχεία του παραπάνω διαγράμματος) Στο διάγραμμα αυτό, εμφανίζονται τα συνολικά φορολογικά έσοδα σαν ποσοστό του ΑΕΠ (δε περιλαμβάνονται οι εισφορές κοινωνικής ασφάλισης) για το διάστημα από το 1960 έως το 2011. Παρατηρούμε μία σταδιακά ανοδική τάση. Η εξήγηση γι’ αυτό έχει να κάνει με τον αυξανόμενο ρόλο της λειτουργίας του Κράτους στην οικονομία. Όσο πιο πολύ αναδύεται το Κράτος σε όλες τις διαστάσεις της πολιτικής του (παράλληλα βεβαίως και με την ανάπτυξη της οικονομίας, η οποία δημιουργεί εισοδήματα, κέρδη και γενικά, φορολογητέα ύλη), τόσο πιο πολύ ανεβαίνουν οι φόροι, σαν ποσοστό του ΑΕΠ. Την ίδια περίπου τάση, έχουν και τα αντίστοιχα διαγράμματα όλων των χωρών του αναπτυγμένου κόσμου, ενώ την ίδια τάση θα βλέπουμε σε 30 χρόνια και στα τότε διαγράμματα του σημερινού αναπτυσσόμενου κόσμου. (Αντίθετα, τότε, σε 30 χρόνια, στα διαγράμματα του σημερινού αναπτυγμένου κόσμου π.χ. Ευρώπη, θα διακρίνουμε μία στασιμότητα ή και ελαφρά πτωτική τάση, στα φορολογικά έσοδα σαν ποσοστό του ΑΕΠ, για τους αντίθετους λόγους. Δηλαδή, θα υπάρχει στασιμότητα ή ακόμη και συρρίκνωση των οικονομιών και της φορολογητέας ύλης). Ένας άλλος τρόπος σύγκρισης, είναι η σύγκριση με τα αντίστοιχα μεγέθη των κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ας δούμε μερικά ενδιαφέροντα στοιχεία, για να πάρουμε μία εικόνα του πόσο διαφοροποιημένα είναι τα μεγέθη της φορολογίας στην Ελλάδα, σε σχέση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Θα πρέπει πάντα να έχουμε υπ’ όψη ότι, η “μακροοικονομική εξέταση” των φορολογικών μεγεθών (δηλαδή η εξέταση των αριθμών με βάση το ΑΕΠ), πάντα μας δίνει -σχετικά εύκολα- μία πολύ καλή εικόνα για την οικονομία της χώρας, για τη φάση της ανάπτυξης στην οποία βρίσκεται, ή ακόμη και για χαρακτηριστικά της κοινωνίας της, για παράδειγμα το επίπεδο της διαφθοράς. Ας δούμε τους σχετικούς πίνακες (πατάτε τα link των πινάκων): Πίνακας 1: Τα συνολικά φορολογικά έσοδα σαν % του ΑΕΠ Πρόκειται για τον πιο βασικό πίνακα. Και γι’ αυτό στον πίνακα αυτόν, εμφανίζουμε όλα τα κράτη της ΕΕ. Σημειώνεται ότι στην ορολογία των δημοσιονομικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Eurostat, τα έσοδα από εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, συμπεριλαμβάνονται πάντα στην κατηγορία των φόρων. Δηλαδή, θεωρούνται ως μία μορφή φόρων. Στον πίνακα αυτόν βλέπουμε το πώς εξελίχθηκαν τα φορολογικά έσοδα των κρατών, στην τελευταία 16ετία (1995-2010). Σημείωση: Από το 1995, όλα τα στατιστικά μεγέθη, σε όλες τις χώρες της Ε.Ε. εκφράζονται με τον ίδιο τρόπο. Για το λόγο αυτόν, οι περισσότερες στατιστικές αριθμοσειρές της Ε.Ε. ξεκινούν από το 1995. Στον πίνακα, παρατηρούμε πώς, η Ελλάδα, μέσα από τη δημοσιονομική προσαρμογή που επιχείρησε επί Κυβερνήσεως Σημίτη, για να μειώσει το έλλειμμα και να πετύχει την ένταξή της στην Ευρωζώνη, σταδιακά αύξανε τα έσοδά της (κυρίως την περίοδο 1996-2000). Όμως, μετά το 2000, η αύξηση περιορίζεται και σταδιακά τα φορολογικά έσοδα αρχίζουν να μειώνονται σαν ποσοστό του ΑΕΠ, οπότε και βρέθηκαν στο χαμηλότερο σημείο της δεκαετίας, κατά το έτος 2009 (οπότε είχαμε και την κορύφωση του ελλείμματος) με τα έσοδα να φθάνουν στο 30,5% του ΑΕΠ. Για την Ελλάδα, κατά το έτος 2010, τα φορολογικά έσοδα έφθασαν στο 31,0% του ΑΕΠ. Αντίστοιχα, ο μέσος όρος των εσόδων των 27 κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, φθάνει στο 38,4%. Μεταξύ των ετών 2000 και 2010, τα φορολογικά έσοδα της Ελλάδας μειώθηκαν κατά 3,6% του ΑΕΠ. Ο μέσος όρος των ΕΕ-27, μειώθηκε μόλις κατά 2,0%. Δηλαδή, μέσα στη διάρκεια του χρόνου, η διαφορά μεταξύ Ελλάδας και ΕΕ-27, αντί να περιορίζεται, αυξάνεται. Στα έτη 2009 και 2010, βλέπουμε ότι η διαφορά των εσόδων της Ελλάδας, σε σχέση με τον σταθμισμένο μέσο όρο των κυμαίνεται μεταξύ του 7,4% και του 7,9% του ΑΕΠ. Στην ουσία, είναι το δημοσιονομικό έλλειμμα της χώρας. Και αυτό συμβαίνει και στα προηγούμενα χρόνια (όπου οι διαφορές είναι μικρότερες, αλλά είχαμε και μικρότερο έλλειμμα). Συμπέρασμα: Η Ελλάδα, παραδοσιακά έχει χαμηλότερα φορολογικά έσοδα σαν ποσοστό του ΑΕΠ, σε σχέση με τις άλλες χώρες. Από την άλλη πλευρά όμως, στο σκέλος των κρατικών δαπανών, η Ελλάδα βρίσκεται στον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης! Αυτό είναι -σε πολύ γενικές γραμμές- ο απλός, απλούστατος μηχανισμός παραγωγής των ελλειμμάτων για την Ελλάδα! Χαμηλότερα έσοδα σε σχέση με τον μ.ο. της Ευρ. Ένωσης, αλλά τα ίδια περίπου έξοδα. Αν στην απλή αυτή εξίσωση προσθέσουμε και δύο ακόμη στοιχεία: α) τη διαφθορά του κρατικού μηχανισμού και β) τη χαμηλή παραγωγικότητα της ελληνικής δημόσιας διοίκησης (δηλαδή, με την ίδια δαπάνη, στην Ελλάδα παράγεται λιγότερο έργο (προϊόν), σε σχέση με τη Γερμανία ή άλλα κράτη υψηλής διοικητικής παραγωγικότητας). Το πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο Υπουργός των Οικονομικών, είναι διπλό: Θα πρέπει να μειώσει τις δαπάνες, ή τουλάχιστον να τις εξορθολογίσει. Η μείωση των δαπανών σαν ποσοστό του ΑΕΠ, με παράλληλη κανονική λειτουργία του κοινωνικού Κράτους, είναι δύσκολη υπόθεση. Θα πρέπει να αυξήσει τα έσοδα. Και αυτό προσπαθεί να κάνει. Όμως, για δύο κυρίως λόγους, τα έσοδα δε μπορούν να αυξηθούν εύκολα. Και οι δύο αυτοί λόγοι είναι: α) Η φοροδιαφυγή β) Η μικρή φορολογική βάση. Βεβαίως, η μικρή φορολογική βάση, δεν εξαρτάται μόνο από τον αριθμό των φορολογούμενων, αλλά και από άλλα ποιοτικά στοιχεία, μέσα στον αριθμό αυτόν. Όμως, για τους δύο αυτούς παράγοντες, θα μιλήσουμε στη συνέχεια. Πίνακας 2: Οι συνολικοί φόροι (χωρίς τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης) σαν ποσοστό του ΑΕΠ. Και εδώ, βλέπουμε την ίδια περίπου εικόνα. Τα συνολικά φορολογικά έσοδα της Ελλάδας (χωρίς τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης) να φθάνουν (για το έτος 2010) στο 20,1%, ενώ ο σταθμισμένος μέσος όρος της Ε.Ε. (27) να βρίσκεται στο 25,7%. Σε κάθε περίπτωση, η Ελλάδα υστερεί σε φορολογικά έσοδα. Σε τί είδους φόρους υστερεί η Ελλάδα; Δηλαδή, ποιά κατηγορία φόρων δείχνει να υστερεί (να μένει πίσω) σε σχέση με τα υπόλοιπα κράτη της Ευρώπης; Ας το ψάξουμε. (2010: Συνολικοί φόροι, χωρίς τις ΕΚΑ, ως ποσοστό του ΑΕΠ) Πίνακας 3: Έμμεσοι Φόροι σαν ποσοστό του ΑΕΠ Στην κατηγορία των έμμεσων φόρων, τα πράγματα φαίνονται να μην είναι πολύ διαφορετικά στην Ελλάδα, σε σχέση με την υπόλοιπη ΕΕ. Οι έμμεσοι φόροι στην Ελλάδα (δηλαδή οι φόροι κατανάλωσης) το 2010 βρίσκονταν στο 12,3% του ΑΕΠ, ενώ ο μ.ο. της ΕΕ-27, ήταν 13,2%. Επίσης, αν παρατηρήσουμε ορισμένα άλλα κράτη, τα οποία επίσης εμφανίζουν μεγάλες διαφορές στην είσπραξη των φόρων σε σχέση με την ΕΕ-27, για παράδειγμα τη Βουλγαρία, θα δούμε ότι η Βουλγαρία εισπράττει από έμμεσους φόρους το 15,2% του ΑΕΠ της. Τί συμβαίνει; Πρέπει να καταλάβουμε έναν βασικό κανόνα στη φορολογία. Όταν ένα κράτος βρίσκεται σε πρώιμο στάδιο ανάπτυξής του, καθώς δεν έχουν σχηματισθεί υψηλά εισοδήματα στην κοινωνία (και συνήθως στα κράτη αυτά επικρατεί μεγάλη φοροδιαφυγή και διαφθορά -όπου υπάρχει υψηλό ποσοστό φοροδιαφυγής υπάρχει και υψηλό ποσοστό διαφθοράς), οι φοροεισπρακτικές ανάγκες του κράτους καλύπτονται κυρίως από την έμμεση φορολογία, δηλαδή τη φορολογία στην κατανάλωση. Πολλοί θα το θυμόμαστε αυτό να συμβαίνει πολύ έντονα στην Ελλάδα, έως και τα μέσα της δεκαετίας του 1980. Στην Ελλάδα, λόγω της φοροδιαφυγής και της μικρής φορολογικής βάσης της άμεσης φορολογίας, η είσπραξη των φόρων, βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στη φορολόγηση της κατανάλωσης. Όμως, αυτό δεν είναι υγιής κατάσταση για ένα αναπτυγμένο Κράτος. Δηλαδή, όπως θα δούμε και παρακάτω, ενώ η Ελλάδα εμφανίζεται ως ένα αναπτυγμένο Κράτος και ενώ οι κάτοικοί του ζουν (ή μάλλον, ζούσαν έως πρόσφατα) βίο κατοίκων αναπτυγμένου κράτους, η δομή της φορολογίας, ήταν πιο κοντά στην πραγματικότητα: έμοιαζε πιο πολύ με τη φορολογία ενός κράτος σε πρώιμη φάση ανάπτυξης (σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά κριτήρια πάντα). Πίνακας 4: Έμμεσοι φόροι (φόροι κατανάλωσης) σαν ποσοστό των συνολικών φορολογικών εσόδων Βλέπουμε αυτό που λέγαμε προηγουμένως. Ότι τα έσοδα από έμμεσους φόρους (Ελλάδα 39,7% των συνολικών φορολογικών εσόδων), είναι δυσανάλογα υψηλά σε σχέση με το Μ.Ο. της ΕΕ-27 (34,4%). Δείτε και τη θέση της Βουλγαρίας (ένα από τα 2-3 πιο φτωχά κράτη της ΕΕ). Τα έσοδά της από την έμμεση φορολογία φθάνουν στο 55,4%! Και το ποσοστό αυτό είναι το υψηλότερο στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Πίνακας 5: Τα έσοδα από ΦΠΑ σαν ποσοστό του ΑΕΠ Παρατηρούμε την ίδια κατάσταση που αναφέραμε και στους δύο προηγούμενους πίνακες. Τα έσοδα από ΦΠΑ στην Ελλάδα, βρίσκονται υψηλότερα απ’ ότι στην ΕΕ-27 (Ελλάδα: 7,2% και ΕΕ: 7,0% του ΑΕΠ). Λάβετε υπ’ όψη σας ότι, τα ποσοστά αυτά αφορούν στο 2010, όταν ο ΦΠΑ στην Ελλάδα ήταν στο 21%. Βέβαια, αξίζει να παρατηρήσουμε και το εξής στοιχείο: Τα έσοδα από ΦΠΑ σαν ποσοστό του ΑΕΠ στην Ελλάδα, παρέμειναν σχεδόν σταθερά καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας. Και αυτό, παρά την αύξησή του από το 18% (2000) στο 21% (2010). Αυτό μάλιστα συνέβη σε μία περίοδο “παχέων αγελάδων” και διαρκούς αύξησης της αγοραστικής δύναμης των ελλήνων. Τί θα γίνει τώρα που μειώνεται η αγοραστική δύναμη; Εκτίμησή μας είναι ότι θα μειωθεί, παρά την αύξηση του συντελεστή στο 23%. Πίνακας 6: Ειδικοί φόροι κατανάλωσης σαν ποσοστό των συνολικών φορολογικών εσόδων Στον πίνακα 6, βλέπουμε ακόμη ένα παράδειγμα του πόσο υψηλή (υψηλότερη του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 27) είναι η έμμεση φορολογία στην Ελλάδα. Οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης (φόροι σε καύσιμα, σε ποτά, δασμοί κλπ) στην Ελλάδα φθάνουν στο 10,5% των συνολικών φορολογικών εσόδων, όταν στην ΕΕ-27 είναι 6,9%! Δείτε την περίπτωση της Βουλγαρίας. Στη χώρα αυτή, φθάνουν στο 18,5% των συνολικών φορολογικών εσόδων! Την αιτία την αναφέραμε προηγουμένως: Σε ένα μη αναπτυγμένο (σύμφωνα με το πρότυπο της Ε.Ε.) οικονομικά και φορολογικά κράτος, λόγω της μη ύπαρξης επαρκών εισοδημάτων, λόγω της φοροδιαφυγής και της διαφθοράς, τα φορολογικά έσοδα, βασίζονται σε μεγάλο βαθμό στα έσοδα από την κατανάλωση (έμμεσοι φόροι), αφού η κατανάλωση είναι πιο εύκολο να φορολογηθεί. Δείτε επίσης και το πόσα ήταν τα έσοδα από τους ειδικούς φόρους, στη δεκαετία του 1990. Το 1995 έφθαναν στο 14,4%, το 1999 στο 10%, για να υποχωρήσουν στη συνέχεια. Πάντως, σε όλη την περίοδο των τελευταίων 16 ετών, ήταν σημαντικά ανώτερα του αντίστοιχου μέσου όρου της ΕΕ-27. Τί γίνεται όμως με τους άμεσους φόρους (δηλαδή, τη φορολογία εισοδήματος;) Ας το εξετάσουμε. Πίνακας 7: Άμεσοι φόροι σαν ποσοστό του ΑΕΠ Εδώ φαίνεται η άλλη πλευρά του νομίσματος και η διαφορά μας σε σχέση με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Το 1996, τα έσοδα από την άμεση φορολογία έφθαναν στο 6,9%. Η οικονομική ανάπτυξη εκείνων των ετών (η οποία σήμερα βλέπουμε το πού είχε στηριχθεί) και ίσως και οι προσπάθειες της Κυβέρνησης στα πλαίσια των προσπαθειών για την επίτευξη των προϋποθέσεων για να ενταχθούμε στην Ευρωζώνη, οδήγησαν στην αύξηση των εσόδων από άμεση φορολογία. Το 2000 το ποσοστό είχε φθάσει στο 10% του ΑΕΠ. Όμως, όπως και άλλα άσχημα πράγματα άρχισαν να συμβαίνουν στη χώρα μας μετά το 2000, έτσι και τα έσοδα από άμεσους φόρους, άρχισαν να υποχωρούν. Το 2010 (χρονιά στην οποία βασίζουμε τη μελέτη μας) βρέθηκαν στο 7,8% του ΑΕΠ που είναι και το χαμηλότερο ποσοστό των τελευταίων 13 ετών. Ο μέσος όρος στην ΕΕ-27, είναι 12,6%, δηλαδή περίπου 5% του ΑΕΠ παραπάνω από το δικό μας μέγεθος. Επαναλαμβάνουμε: Το δημόσιο έλλειμμα -και συνεπώς, μακροχρόνια και το χρέος της χώρας- έχει τη ρίζα του σ’ αυτή τη σχέση! Και πόσο είναι οι άμεσοι φόροι στο σύνολο των φορολογικών εσόδων της χώρας; Το βλέπουμε στον Πίνακα 8. Πίνακας 8: Άμεσοι φόροι σαν ποσοστό των φορολογικών εσόδων Στην Ελλάδα η σχέση αυτή είναι 25,2%, ενώ ο μέσος όρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 27 είναι στο 32,9%. Δείτε την περίπτωση της Βουλγαρίας. Βρίσκονται ακόμη χαμηλότερα, στο 18,8%. Όμως, στη Βουλγαρία, είναι γνωστό ότι τα εισοδήματα είναι χαμηλά. Και συνεπώς, κατανοούμε γιατί ο δείκτης αυτός είναι χαμηλός. Στην Ελλάδα όμως; Το αναφέραμε προηγουμένως. Τα δύο βασικά προβλήματα: α) Η φοροδιαφυγή και β) Η μικρή φορολογική βάση. Όταν όμως μιλούμε για άμεσους φόρους, κυρίως μιλούμε για τη φορολογία εισοδήματος. Ας δούμε, στον Πίνακα 9, πώς εξελίσσεται αυτό το μέγεθος. Πίνακας 9: Φορολογία εισοδήματος σαν ποσοστό του ΑΕΠ Τα παραπάνω στοιχεία, μπορούμε να τα δούμε (για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα) στον παρακάτω πίνακα. Πίνακας 9: Φόροι εισοδήματος φυσ. Προσώπων, σαν % του ΑΕΠ Στην Ελλάδα, τα συνολικά έσοδα του Κράτους από τη φορολογία εισοδήματος φθάνουν στο 4,3%. Και αυτό το χαμηλό ποσοστό δεν είναι συγκυριακό. Ποτέ στα τελευταία 16 χρόνια, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat και ποτέ στην ιστορία του Κράτους σύμφωνα με τα δικά μας στοιχεία, δεν ξεπέρασαν το 5%! Αντίθετα, κατά το 2010, ο μέσος όρος της ΕΕ-27, ήταν 9,1%. Και να σημειωθεί ότι, ποτέ στα τελευταία 16 χρόνια, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, το ποσοστό αυτό δεν υποχώρησε κάτω του 9,0%! Το συμπέρασμα αυτό, ότι δηλαδή η φορολογία εισοδήματος στην Ελλάδα υπήρξε και είναι χαμηλή, ίσως ακούγεται λίγο περίεργο. Όμως, δεν είναι! Αλλά δεν είναι και τόσο απλό. Και θα εξηγήσουμε το γιατί: α) Τα στοιχεία αυτά αναφέρονται στο έτος 2010, δηλαδή στα εισοδήματα των φορολογούμενων του 2009. Από τότε έως σήμερα, όπως θα δούμε, έχει υπάρξει μία δραματική αλλαγή. Μία δραματική αλλαγή, η οποία είχε μεγάλη οικονομική, αλλά και ψυχολογική επίδραση στον πληθυσμό.. β) Όπως αναφέραμε, η φορολογική βάση είναι μικρή. Δηλαδή, μόνον ένα μικρό μέρος του πληθυσμού πλήρωνε φόρους. Το 2010 ήταν μόλις το 27% του πληθυσμού. Το 2011 το ποσοστό υποχώρησε στο 22% (λόγω της επιστροφής χρημάτων από τις αποδείξεις). Μετά τις μεταβολές που επιφέρει και το νέο νομοσχέδιο, το ποσοστό αυτό (κατά το 2013) αναμένουμε να ξεπεράσει το 60%. Πίνακας 10: Άμεσοι φόροι σαν ποσοστό των συνολικών εσόδων Αυτά που αναφέραμε στο παραπάνω διάγραμμα, εμφανίζονται και στο παρόν. Τα συνολικά έσοδα από την άμεση φορολογία στην Ελλάδα, αποτελούν μόλις το 14,0% των συνολικών φορολογικών εσόδων. Στη Βουλγαρία είναι μόλις 10,5%. Στην Τσεχία, 10,6%. Στην Σλοβακία 8,2%. Στη Κύπρο 11,6% (η Κύπρος είναι μία ειδική περίπτωση κράτους με χαμηλή φορολογία εισοδήματος). Στη Λιθουανία 13,5%. Και ο μέσος όρος των 27 Κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης βρίσκεται στο 23,7%. Τί συμβαίνει; Όπως αναφέραμε και νωρίτερα, τα κράτη που βρίσκονται σε πρώιμη φάση οικονομικής ανάπτυξης, δεν έχουν τη δυνατότητα να φορολογήσουν τα εισοδήματα των πολιτών τους, επειδή αυτά είναι χαμηλά. Αυτό συμβαίνει σχεδόν σε όλες τις πρώην κομμουνιστικές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Συμβαίνει όμως και στην Ελλάδα. Δηλαδή, το φορολογικό σύστημα της άμεσης φορολογίας στην Ελλάδα, μοιάζει (σε αποδοτικότητα) ένα σύστημα πρώην κομμουνιστικής χώρας, ενώ όμως, η διαβίωση του πληθυσμού (τουλάχιστον έως πρόσφατα, αλλά για πολλούς ακόμη και σήμερα) κινείται σε πολύ υψηλά επίπεδα. Αυτό αποδεικνύει και το επίπεδο των τιμών στη χώρα! Τί συμβαίνει; Αυτό που αναφέραμε και προηγουμένως. Η φοροδιαφυγή και η μικρή φορολογική βάση, παράγουν μικρά φορολογικά αποτελέσματα, τα οποία όμως επιβαρύνεται ένα μικρό τμήμα του πληθυσμού. Από την άλλη πλευρά, υπάρχει μία παράδοση χαλαρής φορολογικής συνείδησης σε όλες σχεδόν τις χώρες της νοτίου Ευρώπης. Έχει να κάνει με ιστορικούς και κοινωνικούς λόγους. Έτσι, ο νοτιοευρωπαίος δε μπορεί να έχει την ίδια κοινωνική αντίληψη (άρα και φορολογική συνείδηση) με τον κάτοικο μίας σκανδιναβικής χώρας, αφού ο κάτοικος της σκανδιναβικής χώρας μεγαλώνει μαθαίνοντας ότι πρέπει να βασίζεται περισσότερο στην κοινωνία (άρα και στο Κράτος) και λιγότερο στην οικογένεια. Γι’ αυτό άλλωστε και οι συλλογικές κοινωνικές οργανώσεις στις σκανδιναβικές χώρες είναι εξαιρετικά πολυπληθείς και -κοινωνικά- πάρα πολύ ισχυρές. Για παράδειγμα, στη Σουηδία, μία χώρα με πληθυσμό 8,5 εκατ. κατοίκους, ο αντίστοιχος Σύλλογος Φορολογουμένων, υφίσταται από τη δεκαετία του 1920 και αριθμεί περί τα 350.000 μέλη. Μπορούν να μεταβληθούν αυτές οι σχέσεις; Και βέβαια μπορούν. Όμως, όχι με τον βίαιο τρόπο που επιχειρείται σήμερα. Σήμερα, όπως θα αναπτύξουμε πιο κάτω, επιχειρείται μία βίαιη αύξηση των άμεσων φόρων, μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα. Μπορεί να αποδώσει προσωρινά, αλλά είναι βέβαιο ότι θα κινδυνεύσει να καταρρεύσει στο μέλλον, αφού δε θα έχει αντιμετωπίσει τη φοροδιαφυγή, μέσα από τη συνειδητοποίηση του πληθυσμού για το πόσο εγκληματική είναι αυτή η πράξη. Αξίζει να σημειωθεί ότι, όταν, για παράδειγμα στη Δανία, προγραμματίζεται μία φορολογική μεταβολή (είτε αύξηση, είτε μείωση μίας φορολογίας) αυτή “σπάει” σε ένα διάστημα 6-7 ετών. Δηλαδή, εάν ένας φόρος πρόκειται να αυξηθεί κατά 20%, τότε αυτή η αλλαγή γίνεται σταδιακά προς 3% κάθε έτος (πάντα περίπου προς το 15% της συνολικής μεταβολής). Έτσι, η προσαρμογή στα νέα δεδομένα είναι ήπια, μπορεί να απορροφηθεί και δε διαταράσσεται βίαια ο οικονομικός προγραμματισμός του πολίτη. Όμως, είναι και άλλες οι ανάγκες της Δανίας, άλλοι οι Θεσμοί και άλλος ο σεβασμός προς τους Θεσμούς. Αλλά είναι και οι Δανοί διαφορετικοί από τους Έλληνες. Πίνακας 11: Φόροι Εισοδήματος επιχειρήσεων σαν ποσοστό του ΑΕΠ Ας δούμε ένα θέμα το οποίο στην ελληνική κοινωνία είναι λίγο “ταμπού”. Η φορολογία εισοδήματος επιχειρήσεων. Πώς έχει στην Ελλάδα; Σε ποιό ύψος φθάνει; Τα στατιστικά στοιχεία της Eurostat (όπου βασίζεται η παρούσα μελέτη) δείχνουν να μας εκπλήσσουν. Τα έσοδα από τη φορολογία εισοδήματος στην Ελλάδα, κατά το 2010 (δηλαδή όταν ήδη είχε αρχίσει η ύφεση) φθάνουν στο 2,4% του ΑΕΠ. Ποιό είναι το ποσοστό της επιχειρηματικής και βιομηχανικής Γερμανίας; 2,2%. Της Γαλλίας; 1,9% !! Και ποιός είναι ο μέσος όρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης; 2,4%. Όσο ακριβώς και στην Ελλάδα. Κλείνουμε αυτό το τμήμα της παρουσίασης, με τη σύντομη αναφορά σε ένα ακόμη στατιστικό στοιχείο. Πίνακας 12: Εισφορές Κοινωνικής Ασφάλισης σαν ποσοστό του ΑΕΠ Όπως αναφέραμε και παραπάνω, σύμφωνα με τη Eurostat, αλλά και την παγκόσμια βιβλιογραφία, σε δημοσιονομικό επίπεδο, οι εισφορές κοινωνικής ασφάλισης λογίζονται ως φόροι. Και ως τέτοιους τους εξετάζουμε στην παρούσα μελέτη. Το σύνολο των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης (ΕΚΑ) στην Ελλάδα΄(περιλαμβάνει εισφορές εργοδοτών και εργαζομένων), κατά το 2010, έφθασαν στο 10,9% του ΑΕΠ. Είναι μακράν ανώτερο της Βουλγαρίας (7,1%) και μακράν μικρότερο της Γερμανίας (15,5%) ή της Γαλλίας (16,7%). Ο μέσος όρος της ΕΕ-27 είναι 12,7% και δεν απέχει εξαιρετικά από το ελληνικό στατιστικό μέγεθος. Αξίζει στο σημείο αυτό να δούμε τί γίνεται στη Δανία: Στη Δανία, οι εισφορές κοινωνικής ασφάλισης είναι ελάχιστες. Η Eurostat αναφέρει ότι φθάνουν μόλις στο 1%. Πώς συμβαίνει αυτό; Αυτό εξηγείται από το ότι, οι ΕΚΑ και η όλη κοινωνική και ασφαλιστική πολιτική στη Δανία, καλύπτεται από την άμεση φορολογία (εισοδήματος) η οποία όμως φθάνει σε πολύ ψηλά επίπεδα (κοντά στο 50%) όπως θα δούμε και παρακάτω. Βέβαια, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι, ήδη από το 2010, η ανεργία στην Ελλάδα είχε πάρει αυξητική πορεία και συνεπώς, το μέγεθος αυτό (που στη διάρκεια της δεκαετίας του 2000 κυμαινόταν γύρω στο 11,5%) είχε αρχίσει να επηρεάζεται. Βεβαίως, το ζήτημα των εισφορών της κοινωνικής ασφάλισης είναι ένα άλλο (μεγάλο) κεφάλαιο, που δε μπορεί να εξετασθεί σήμερα. Όμως, και εδώ, από την οπτική γωνιά του απλού πολίτη, μεταφέρει το ίδιο (δίκαιο) ερώτημα: Τί ανταποδίδουν στον ασφαλισμένο πολίτη οι εισφορές αυτές; Ή, στην περίπτωση των φόρων, “τί ανταποδίδουν στον φορολογούμενοι πολίτη οι φόροι”; Δυστυχώς, στα ερωτήματα αυτά, καμία απάντηση από την πλευρά του Κράτους δεν είναι επαρκής και ικανοποιητική. Και αυτό, δε συμβαίνει μόνο σήμερα. Πάντα συνέβαινε στην Ελλάδα. Και έχει να κάνει με τη χαμηλή παραγωγικότητα της “μηχανής” της Δημόσιας Διοίκησης, όπως αναφέραμε και νωρίτερα. Η οποία στοιχίζει πανάκριβα και αποδίδει ελάχιστα. Όμως, τα ερωτήματα αυτά, είναι κομβικά στο ζήτημα της φοροδιαφυγής (και της εισφοροδιαφυγής) και στην αδυναμία εμπέδωσης ικανοποιητικής φορολογικής συνείδησης στη χώρα μας. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ: Ποιά θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε ως μερικά από τα συμπεράσματα της προηγούμενης εξέτασης των πινάκων; Ας δούμε μερικά απ’ αυτά. 1) Χαμηλά φορολογικά έσοδα - Υψηλές δαπάνες: Το μεγαλύτερο φορολογικό πρόβλημα της Ελλάδας είναι ότι δεν έχει υψηλά φορολογικά έσοδα για να συντηρήσει το επίπεδο των δαπανών που, σαν κοινωνία, έχει επιλέξει. Το έλλειμμα που προκύπτει, καλύπτεται με δανεισμό. (Δεν αποτελεί αντικείμενο της παρούσας μελέτης το ζήτημα της διαφθοράς της δημόσιας διοίκησης και της χαμηλής παραγωγικότητας του δημόσιου τομέα). 2) Χαμηλά έσοδα από άμεσους φόρους - Υψηλοί έμμεσοι φόροι: Από την ανάλυση προκύπτει, ότι ο τομέας των φόρων, στον οποίο η Ελλάδα υστερεί σε έσοδα, είναι αυτός των άμεσων φόρων και ειδικότερα των φόρων εισοδήματος. Η υστέρηση αυτή, αναγκάζει τις Κυβερνήσεις να επιβάλλουν υψηλότερη έμμεση φορολογία, η οποία συνήθως είναι άδικη για τις χαμηλότερες εισοδηματικές τάξεις. Πάντα θα πρέπει να έχουμε υπ’ όψη μας ότι, για τις οικονομικά αδύνατες τάξεις, δεν είναι οι άμεσοι φόροι που είναι άδικοι, αλλά οι έμμεσοι (δηλαδή, οι φόροι της κατανάλωσης). Και αυτό επειδή, οι οικονομικά αδύνατες τάξεις, καταναλώνουν μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματός τους. (Για παράδειγμα, μία οικογένεια με εισόδημα 20.000 το χρόνο, αναγκάζεται να καταναλώσει το σύνολο του εισοδήματός της. Άρα, επιβαρύνεται με φόρους κατανάλωσης (ΦΠΑ, ειδικούς φόρους κλπ) για το σύνολο του εισοδήματος. Από την άλλη πλευρά, μία οικογένεια με υψηλότερο εισόδημα, έστω 100.000 ευρώ, ας υποθέσουμε ότι καταναλώνει 60.000 μέσα στο έτος. Άρα, μέσω της κατανάλωσής της, επιβαρύνεται με φόρους για μόνο το 60% του εισοδήματός της.) 3) Προβλήματα που οδηγούν στην υστέρηση των εσόδων: Η υστέρηση στα έσοδα των φόρων είναι αποτέλεσμα του χαμηλού επιπέδου της φορολογικής συνείδησης των Ελλήνων, της φοροδιαφυγής, της μικρής φορολογικής βάσης και της χαμηλής εισπρακτικής ικανότητας του φοροεισπρακτικού μηχανισμού (συμπεριλαμβάνει και τη διοικητική διαφθορά). Μέχρι πρόσφατα δε, ήταν και αποτέλεσμα των πολλών φοροαπαλλαγών που ίσχυαν στην Ελλάδα, σε σχέση με τις φοροαπαλλαγές που ίσχυαν σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Παράδειγμα αυτού ήταν το αφορολόγητο των 12.000 ευρώ, το οποίο μάλιστα αφορούσε σε “καθαρό” και όχι σε “μικτό” εισόδημα. (Δείτε τα αφορολόγητα όρια των κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης) 4) 2011 - 2013: Βίαιη προσαρμογή της φορολογίας: Υπό την πίεση των δημοσιονομικών συνθηκών, την τελευταία διετία και ιδίως μέσα στο 2012, η Κυβέρνηση επιχείρησε μία βίαιη αύξηση των εσόδων της από την άμεση φορολογία. Αυτό όμως προκαλεί το εξής φαινόμενο. Αν υποθέσουμε ότι τα συνολικά φορολογικά έσοδα (χωρίς εισφορές κοινωνικής ασφάλισης) θα ανέλθουν στα 48 δισεκατομμύρια ευρώ (σύμφωνα με τον Προϋπολογισμό του 2013) και οι εισφορές κοινωνικές ασφάλισης στα 22 δισεκατομμύρια, τότε τα συνολικά φορολογικά έσοδα (σύμφωνα με τον τρόπο μέτρησης από τη Eurostat) θα φθάσουν στα 70 δισεκατομμύρια ευρώ. Αν λάβουμε υπ’ όψη μας και την πτώση του ΑΕΠ στα -περίπου- 184 δισεκατομμύρια ευρώ, τότε, το ποσό των 70 δισεκ., θα αποτελεί το 38,1% του ΑΕΠ. Δηλαδή, η χώρα θα έχει πετύχει να φτάσει τα φορολογικά της έσοδα περίπου στον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δηλαδή από το 31,0% του 2010, στο 38,1% του 2013, μέσα σε 3 μόλις χρόνια. Μπορεί να είναι η πιο βίαιη φορολογική μεταβολή στη μεταπολεμική ιστορία των ευρωπαϊκών κρατών! Όμως, το τραγικό είναι ότι, η μεταβολή αυτή γίνεται σε μία περίοδο πρωτοφανούς ύφεσης και εξαιρετικά μεγάλης μείωσης των εισοδημάτων του πληθυσμού και των φορολογουμένων. Αν μάλιστα λάβουμε υπ’ όψη μας και την ανεργία στη χώρα μας (26% η επίσημη, αλλά ίσως και πάνω από το 30% η πραγματική) και στην Ευρωπαϊκή Ένωση (γύρω στο 11%), τότε καταλήγουμε στο εντυπωσιακό συμπέρασμα ότι, η χώρα μας επιτυγχάνει μεν την εξίσωση των φορολογικών της εσόδων, με το επίπεδο της υπόλοιπης Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά αυτό το πετυχαίνει με σημαντικά μικρότερο αριθμό εργαζομένων! Αν λάβουμε υπ’ όψη το -πραγματικό- γεγονός ότι, στην Ελλάδα, το σύνολο του εργατικού δυναμικού (τα άτομα που είτε εργάζονται, είτε ενεργά αναζητούν εργασία) είναι πολύ χαμηλότερο του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στην Ελλάδα είναι κοντά στο 40%, ενώ στην Ευρωπαϊκή Ένωση κοντά στο 54%), τότε αντιλαμβανόμαστε ότι το φορολογικό βάρος για τον κάθε εργαζόμενο, είναι από τα πιο επαχθή στην Ευρωπαϊκή Ένωση. 5) Η χώρα είναι αναγκασμένη να αλλάξει κατεύθυνση στη φορολογική της πολιτική: Η πτώση των εισοδημάτων δεν θα επιτρέψει στην παρούσα ή στις μελλοντικές κυβερνήσεις τη διατήρηση της συγκεκριμένης διάρθρωσης στα φορολογικά της έσοδα. Η Κυβέρνηση θα πρέπει να αποσαφηνίσει τη φιλοσοφία της φορολογικής πολιτικής της. Οι συντελεστές της φορολογίας εισοδήματος, ήδη βρίσκονται σε υψηλά επίπεδα. Δε μπορούν να αυξηθούν περαιτέρω. Παράλληλα, η διαφοροποίηση που αποφάσισε να κάνει στο ζήτημα της φορολογίας των επαγγελματιών, είναι κάτι το οποίο δε θα μπορέσει να διατηρηθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα, αφού αφ’ ενός μεν πάσχει από πλευράς συνταγματικότητας και αφ’ ετέρου, είναι αμφίβολο εάν τελικά δεν καταλήξει να αποτελέσει ακόμη ένα αίτιο για την αύξηση της φοροδιαφυγής. Η “συνταγή” των όσων πρέπει να κάνει η Κυβέρνηση, είναι σχετικά απλή: Να κυνηγήσει τη φοροδιαφυγή. Και να αυξήσει τη φορολογική βάση (αν και μετά τη μείωση και τη σταδιακή κατάρτηση του αφορολόγητου ορίου, η φορολογική βάση αυξάνεται σημαντικά). Εδώ νομίζουμε ότι βρίσκεται ένα μέρος της λύσης του προβλήματος. Βέβαια, αυτό δε μπορεί να γίνει από μόνο του, με κατασταλτική πολιτική. Θα χρειασθεί να γίνει προσπάθεια σε πέντε βασικά σημεία: α) Να υπάρξει η πολιτική βούληση για το “κυνήγι” κατά της φοροδιαφυγής. β) Να αποφασισθεί μία σταθερή φορολογική πολιτική και να υπάρξει πολιτική δέσμευση (απ’ όσο το δυνατό περισσότερα κόμματα γι’ αυτή). γ) Να δημιουργηθεί ο κατάλληλος φοροεισπρακτικός μηχανισμός και να γίνεται διαρκής εκπαίδευση και έλεγχος επ’ αυτού. δ) Να γίνουν προσπάθειες για την εμπέδωση φορολογικής συνείδησης στους πολίτες. ε) Να μπορούν οι κυβερνήσεις να απαντούν με ικανοποιητικό τρόπο στο φυσιολογικό ερώτημα των πολιτών για το “πώς δαπανώνται τα χρήματα των φορολογούμενων” και ποιά είναι η ανταποδοτικότητα των φόρων. Για να το κάνουν όμως αυτό, θα πρέπει πρώτα να κάνουν έργο... 6) Η φορολογική μεταρρύθμιση θα πρέπει να συνδεθεί με μακροχρόνιες πολιτικές του Κράτους: Μετά από αλλεπάλληλες διαρροές, υπό την πίεση της χορήγησης της δόσης, κατατέθηκε τελικά ένα ακόμη φορολογικό νομοσχέδιο, το οποίο θα συζητηθεί στη Βουλή, στις 10 Ιανουαρίου 2013. Υποτίθεται ότι το νομοσχέδιο αυτό έρχεται να λύσει προβλήματα του συστήματος φορολογίας. Όμως, αποτελεί μία ακόμη βιαστική συρραφή ασύνδετων ιδεών που έχουν ένα και μόνο στόχο: πώς να κλείσουν δημοσιονομικές τρύπες. Είναι βέβαιο ότι μέσα στους επόμενους μήνες θα καταργηθεί και κάτι άλλο θα έρθει στη θέση του. Οι φορολογικοί νόμοι πρέπει να αποτελούν κύρια εργαλεία χάραξης μακροχρόνιας οικονομικής πολιτικής. Η Ελλάδα έχει επιτακτική ανάγκη ενός φορολογικού νόμου που κυρίως θα δίνει απαντήσεις και θα βοηθά στην πολιτική της οικονομικής ανάπτυξης (και κάτι τέτοιο δε γίνεται με τη θεώρηση των ελευθέρων επαγγελματιών σαν -a priori- φοροκλεφτών) και στη δημογραφική πολιτική ((με δείκτη γονιμότητας στο 1,39, το χαμηλότερο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η χώρα γηράσκει διαρκώς και όλο και λιγότεροι εργαζόμενοι αναγκάζονται να καλύψουν τις δαπάνες για όλο και περισσότερους συνταξιούχους). Μία ιδιαίτερη επισήμανση για το ζήτημα της δημογραφικής πολιτικής. Για την φυσιολογική ανανέωση του πληθυσμού μίας χώρας, χρειάζεται ένας δείκτης γονιμότητας ίσος με 2,10 περίπου (ο δείκτης γονιμότητας δηλώνει πόσα παιδιά γεννάει, κατά μέσο όρο, μία γυναίκα κατά τη διάρκεια της ζωής της). Σήμερα, στην Ελλάδα, ο δείκτης γονιμότητας έχει υποχωρήσει στο 1,39, με αποτέλεσμα η χώρα να βρίσκεται στην 205 θέση, ανάμεσα στα 224 κράτη της γης. (Λόγω της οικονομικής κρίσης, ο δείκτης αναμένεται να μειωθεί περαιτέρω, εκτός εάν ληφθούν κατεπείγοντα μέτρα). Από την άλλη πλευρά: α) Με βάση τα αποτελέσματα της απογραφής του 2011, ο πληθυσμός της Ελλάδας μειώθηκε. Αυτό συμβαίνει για πρώτη φορά στην ιστορία του Ελληνικού Κράτους. β) Οι συνταξιούχοι έχουν φθάσει να αποτελούν το 31% του πληθυσμού της χώρας (ενώ το 1961 αποτελούσαν το 8%). γ) Λόγω της αύξησης του αριθμού των συνταξιούχων, της μείωσης του εργατικού δυναμικού, αλλά και της ανεργίας, για κάθε έναν συνταξιούχο αντιστοιχούν σήμερα 1,2 εργαζόμενοι. Αν η ανεργία πέσει στον Ευρωπαϊκό μέσο όρο, δηλαδή στο 11%, η σχέση αυτή θα γίνει 1,5 εργαζόμενοι για κάθε έναν συνταξιούχο (σημειώνεται ότι η σχέση αυτή, που το 1961 ήταν 4,6). Τί σημαίνουν τα παραπάνω; Απλούστατα ότι, στα επόμενα 25 χρόνια τουλάχιστον, η Ελλάδα θα έχει ένα έντονο πρόβλημα αυξημένων κοινωνικών δαπανών (νοσοκομειακές δαπάνες, φάρμακα και κυρίως συντάξεις), αφού -ακόμη και όταν η χώρα επανέλθει στην οικονομική ανάπτυξη- στο “σύστημα” θα μπαίνουν όλο και λιγότεροι εργαζόμενοι και θα βγαίνουν όλο και περισσότεροι συνταξιούχοι. Εάν θέλουμε όμως πραγματικά να “σπάσει” αυτός ο κύκλος που δεν επιτρέπει στον Προϋπολογισμό να αναπνεύσει, θα πρέπει να αυξηθεί ο πληθυσμός. Και αυτό θα πρέπει να ξεκινήσει άμεσα. Το ίδιο πρόβλημα έχουν και άλλα ευρωπαϊκά κράτη (στην Ευρώπη, ο δείκτης γονιμότητας κυμαίνεται γύρω στο 1,46). Άλλα το αντιμετωπίζουν στα σοβαρά, άλλα όχι. Όμως, ένα από τα κράτη που κατόρθωσαν και “γύρισαν” την κατάσταση, είναι η Γαλλία. Και το πέτυχε με δύο τρόπους: α) Βελτιώνοντας τη νομοθεσία για την προστασία της μητέρας και κυρίως της εργαζόμενης μητέρας (στο πλαίσιο αυτής της πολιτικής λειτούργησαν περισσότεροι παιδικοί σταθμοί, περισσότερα παιδικά νοσοκομεία κλπ) και β) Μεταβάλλοντας τη φορολογική της και την επιδοματική της πολιτική. Πέραν των επιδομάτων που δίνονται σε κάθε μητέρα και σε κάθε οικογένεια, ας δούμε μία βασική μεταβολή στο φορολογικό της νόμο, η οποία έχει να κάνει με τις μεταβολές στη φορολογική κλίμακα. Γαλλία Αφορολόγητο: € 5.963 Κλίμακες φορολόγησης (€)        Φορολογικός Συντελεστής μέχρι 5.963                                                    0% 5.963 -11.896                                                5,5% 11.896 -26.420                                              14% 26.420- 70.830                                              30% πάνω από 70.830                                         41% Αν ένας Γάλλος φορολογούμενος είναι ανύπανδρος και έχει εισόδημα 100.000 ευρώ, τότε το εισόδημά του φορολογείται με βάση την παραπάνω κλίμακα. Αν παντρευτεί, τότε το εισόδημα της συζύγου του προστίθεται στο δικό του και διαιρείται δια 2. Το κάθε μέρος εισάγεται στην ίδια παραπάνω κλίμακα. Έτσι, αν η σύζυγος έχει εισόδημα 40.000 ευρώ, τότε το κάθε τμήμα που εισάγεται στην κλίμακα είναι 70.000 ευρώ. Αν το ζευγάρι έχει ένα παιδί, τότε το εισόδημα των 140.000 ευρώ διαιρείται δια 2,5 και εισάγεται στην παραπάνω κλίμακα (το 0,5 του παιδιού, εισάγεται σε κλίμακα που έχει διαιρεθεί δια του 2, δηλαδή, οι φορολογικοί συντελεστές ισχύουν για τα μισά ποσά). Αν το ζευγάρι έχει δύο παιδιά, τότε το εισόδημα των 140.000 ευρώ διαιρείται δια του 3 και εισάγεται στην παραπάνω κλίμακα (δηλαδή, δημιουργούνται 3 “ξεχωριστά” εισοδήματα των 140.000 / 3 = 46.666 ευρώ). Με τον τρόπο αυτόν, το φορολογικό κέρδος από κάθε παιδί, είναι πάρα πολύ σημαντικό. (Δείτε τους φορολογικούς συντελεστές σε όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης) Σύλλογος “Έλληνες Φορολογούμενοι” Γιάννης Σιάτρας - Τάκης Λάτας - Γιώργος Τζάιδας Αθήνα, 22 Δεκεμβρίου 2012